αείζωο

αείζωο
(aizoon). Γένος φυτών της οικογένειας των αειζωιδών, με 15 είδη ιθαγενή των ερήμων και των δύο ημισφαιρίων. Είναι φυτά μονοετή ή πολυετή, θαμνώδη, με φύλλα σαρκώδη και άνθη ατελή. Στη χώρα μας το α. φυτρώνει στις άγονες περιοχές της Κρήτης, το γνωστό ως α. το ισπανικό,μονοετής πόα, με βλαστό όρθιο και πολύκλαδο και καρπό πολύσπερμη κάψα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μακρόβιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Μαρτύρησε επί Λικινίου μαζί με τους Λουκιανό, Γορδιανό, Ζωτικό, Ηλεί και Βαλεριανό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με τους Μίλδα, Αφροδίσιο …   Dictionary of Greek

  • παμφανής — παμφανής, ές (Α) 1. ενδοξότατος, λαμπρότατος 2. το αρσ. ως ουσ. ό παμφανής το φυτό αείζωο το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φανης (< φαίνω / φαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόγονος — η, ο / πρωτόγονος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, ο αρχέγονος (α. «ευρήματα πρωτόγονων πολιτισμών» β. «κοινωνία καὶ ἁρμονία τῆς πρωτογόνου ὀρχήσεως δείγματά ἐστι», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγονο(ν), το φυτό… …   Dictionary of Greek

  • σαξιφράγκα — Γένος φυτών της οικογένειας των Σαξιφραγκιδών (δικοτυλήδονα), που είναι συνήθως ποώδη, αρκετά πολύμορφα, διαδομένα στο βόρειο ημισφαίριο και ειδικά στις εύκρατες και ψυχρές περιοχές. Εκτός από το γένος σαξιφράγκα, στην ίδια οικογένεια υπάγονται,… …   Dictionary of Greek

  • τριθαλής — ές, Α 1. ο πολύ θαλερός, ανθηρότατος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριθαλές το φυτό αείζωο το μικρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θαλής (< θάλος, τὸ, «βλαστός» < θάλλω), πρβλ. ἡμιθαλής] …   Dictionary of Greek

  • χρυσίτιδα — η / χρυσῑτις, ίτιδος, ΝΑ ως ουσ. 1. γη που περιέχει μεταλλεύματα χρυσού, χρυσοφόρο κοίτασμα 2. λυδία λίθος αρχ. 1. ως επίθ. α) αυτή που περιέχει χρυσό («χρυσῑτιν ἄμμον», Στράβ.) β) όμοια με χρυσό 2. ως ουσ. α) το φυτό χρυσοκόμη β) το φυτό αείζωο …   Dictionary of Greek

  • χρυσόσπερμον — τὸ, Α το φυτό αείζωο 2. το φυτό λεοντική. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σπερμον, ουδ. τού σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. ἀρακό σπερμον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”